Γερμανικά φύλα
From Wikipedia, the free encyclopedia
Τα Γερμανικά φύλα ή Γερμανικοί λαοί ήταν αρχαία ομάδα ανθρώπων που ζούσαν στην Κεντρική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία. Από τον 19ο αιώνα παραδοσιακά καθορίζονται από τη χρήση αρχαίων και πρώιμων μεσαιωνικών γερμανικών γλωσσών και επομένως εξισώνονται τουλάχιστον κατά προσέγγιση με τους ομιλούντες γερμανικές γλώσσες λαούς, αν και διαφορετικοί ακαδημαϊκοί κλάδοι έχουν τους δικούς τους ορισμούς για το τι κάνει κάποιον ή κάτι γερμανικό. [1] Οι Ρωμαίοι ονόμασαν την περιοχή στην οποία ζούσαν οι γερμανικοί λαοί Germania, εκτεινόμενη από δυτικά προς ανατολικά μεταξύ των ποταμών Βιστούλα και Ρήνου και βορά προς νότο από τη Νότια Σκανδιναβία μέχρι τον άνω Δούναβη.[2] Σε συζητήσεις της ρωμαϊκής περιόδου οι γερμανικοί λαοί αναφέρονται μερικές φορές ως Γερμανοί ή Αρχαίοι Γερμανοί, αν και πολλοί μελετητές θεωρούν τον δεύτερο όρο προβληματικό, καθώς υποδηλώνει ταυτότητα με τους σύγχρονους Γερμανούς. Η ίδια η έννοια των «γερμανικών λαών» έχει γίνει αντικείμενο διαμάχης μεταξύ των σύγχρονων μελετητών, με ορισμένους να ζητούν την πλήρη εγκατάλειψή της.[3]
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Ο αρχαιότερος υλικός πολιτισμός που μπορεί να αποδοθεί με σιγουριά στους γερμανόφωνους λαούς είναι ο Πολιτισμός Γιάστορφ της Εποχής του Σιδήρου (6ος ως 1ος αιώνας π.Χ.), που αναπτύχθηκε στη σημερινή Δανία και τη βορειοανατολική Γερμανία. Την περίοδο αυτή η τεχνολογία της μεταλλουργίας επεκτάθηκε σε διάφορες κατευθύνσεις. Αντίθετα οι Ρωμαίοι συγγραφείς περιέγραψαν για πρώτη φορά τους γερμανικούς λαούς κοντά στον Ρήνο την εποχή που η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία επέβαλε την κυριαρχία της στην περιοχή αυτή. Υπό την επιρροή τους ο όρος έφτασε να καλύπτει μια ευρύτερη περιοχή που εκτεινόταν μέχρι τον Έλβα και πέραν αυτού, που ανέπτυξε στενές σχέσεις τόσο εσωτερικά όσο και με τους Ρωμαίους. Από την αρχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι γερμανικοί λαοί στρατολογήθηκαν στον Ρωμαϊκό Στρατό, όπου συχνά ανέρχονταν στις υψηλότερες τάξεις του. Οι προσπάθειες των Ρωμαίων για την ενσωμάτωση της μεγάλης περιοχής μεταξύ του Ρήνου και του Έλβα τελείωσαν γύρω στο 16 μ.Χ., μετά τη μεγάλη ήττα τους στη μάχη του Μάχη του Τευτοβούργιου Δρυμού το 9 μ.Χ. Μετά την αποχώρησή τους από τη Γερμανία, οι Ρωμαίοι έχτισαν ένα μακρύ οχυρό-σύνορο γνωστό ως Limes Germanicus για να αμυνθούν από τυχόν επιδρομές.[4] Περαιτέρω συγκρούσεις με τους γερμανικούς λαούς περιλαμβάνουν τους Μαρκομανικούς Πολέμους του Μάρκου Αυρήλιου (166-180 μ.Χ.). Τον 3ο αιώνα οι γερμανόφωνοι Γότθοι κυριάρχησαν στη Στέππα του Πόντου, έξω από τη Μεγάλη Γερμανία, και ξεκίνησαν μια σειρά από θαλάσσιες επιχειρήσεις στα Βαλκάνια και στη Μικρά Ασία μέχρι την Κύπρο.[5][6] Στα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ., που συχνά αποκαλείται περίοδος μεταναστεύσεων, πολλοί γερμανικοί λαοί εισήλθαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όπου τελικά ίδρυσαν τα δικά τους ανεξάρτητα βασίλεια.
Οι αρχαιολογικές πηγές δείχνουν ότι οι μαρτυρίες της ρωμαϊκής εποχής δεν είναι απολύτως ακριβείς στην απεικόνιση του γερμανικού τρόπου ζωής, τον οποίο παρουσιάζουν ως πιο πρωτόγονο και απλούστερο από ό,τι ήταν. Αντίθετα η αρχαιολογία δείχνει μια πολύπλοκη κοινωνία και οικονομία σε όλη τη Μεγάλη Γερμανία. Οι γερμανόφωνοι λαοί μοιράζονταν αρχικά μια κοινή θρησκεία, τον γερμανικό παγανισμό, που διέφερε σημαντικά σε όλη την επικράτεια που κατείχαν οι γερμανόφωνοι λαοί. Κατά την Ύστερη Αρχαιότητα οι περισσότεροι ηπειρωτικοί γερμανικοί λαοί και οι Αγγλοσάξονες της Βρετανίας ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό, ενώ οι Σάξονες και οι Σκανδιναβοί τον ασπάστηκαν πολύ αργότερα. Παραδοσιακά οι γερμανικοί λαοί θεωρείτο ότι είχαν νόμους που κυριαρχούνταν από τις έννοιες της βεντέτας και της αποζημίωσης με αίμα. Οι ακριβείς λεπτομέρειες, η φύση και η προέλευση αυτού που κανονικά αποκαλείται ακόμα «γερμανικό δίκαιο» είναι πλέον αμφιλεγόμενες. Οι ρωμαϊκές πηγές λένε ότι οι γερμανικοί λαοί έπαιρναν αποφάσεις σε λαϊκή συνέλευση (thing), αλλά είχαν και βασιλιάδες και πολέμαρχους. Οι αρχαίοι γερμανόφωνοι λαοί μοιράζονταν πιθανώς μια κοινή ποιητική παράδοση και αργότερα επίσης θρύλους που προέρχονταν από την περίοδο των μεταναστεύσεων.
Η δημοσίευση της Germania του Τάκιτου, από ουμανιστές τον 15ο αιώνα, επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την αναδυόμενη ιδέα των «γερμανικών λαών». Αργότερα μελετητές της περιόδου του ρομαντισμού, όπως οι Γιάκομπ και Βίλχελμ Γκριμ ανέπτυξαν αρκετές θεωρίες για τη φύση των γερμανικών λαών έντονα επηρεασμένες από τον ρομαντικό εθνικισμό. Για τέτοιους μελετητές ο «γερμανικός» και ο σύγχρονος «Γερμανός» ταυτίζονταν. Οι ιδέες για τους αρχαίους Γερμανούς είχαν επίσης μεγάλη επιρροή μεταξύ των Ναζί - από τους οποίους επηρεάστηκαν και επιλέχθηκαν-, οδηγώντας το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα σε μια αντίδραση ενάντια σε πολλές πτυχές της προηγούμενης επιστημονικής γνώσης.
Για περίπου έξι αιώνες, οι αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις και επιδρομές τους προκαλούσαν τεράστια προβλήματα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, θέτοντας σε δοκιμασία τόσο την εδαφική όσο και την πολιτική ενότητά της. Τελικά το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, αυτό που σήμερα ονομάζουμε βυζαντινό, κατάφερε να επιβιώσει, σε αντίθεση με το δυτικό τμήμα που οδηγήθηκε σε κατάρρευση - ή κατ' άλλους «εκγερμανισμό».