Γερμανοσοβιετικές συνομιλίες για τον Άξονα
From Wikipedia, the free encyclopedia
Γερμανοσοβιετικές συνομιλίες για τον Άξονα πραγματοποιήθηκαν τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 1940 και αφορούσαν την πιθανή είσοδο της Σοβιετικής Ένωσης ως τέταρτης δύναμης του άξονα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι διαπραγματεύσεις, οι οποίες έλαβαν χώρα κατά την εποχή του Συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, περιελάμβαναν μια διήμερη διάσκεψη στο Βερολίνο, από τις 12 έως τις 14 Νοεμβρίου 1940, μεταξύ του Σοβιετικού Υπουργού Εξωτερικών, Βιάτσεσλαβ Μολότοφ, του Αδόλφου Χίτλερ και του Γερμανού Υπουργού Εξωτερικών Γιόακιμ φον Ρίμπεντροπ. Οι συνομιλίες ακολουθήθηκαν από αμοιβαίες γραπτές προτεινόμενες συμφωνίες.
Ύστερα από τις διαπραγματεύσεις, η Γερμανία παρουσίασε στους Σοβιετικούς ένα σχέδιο γραπτής συμφωνίας του Άξονα που όριζε τις σφαίρες επιρροής των τεσσάρων προτεινόμενων δυνάμεων του Άξονα (Γερμανία,Ιταλία, Ιαπωνία και Σοβιετική Ένωση).[1] Ο Χίτλερ, ο Ρίμπεντροπ και ο Μολότοφ προσπάθησαν να δημιουργήσουν γερμανικές και σοβιετικές σφαίρες επιρροής. Ο Χίτλερ ενθάρρυνε τον Μολότοφ να κοιτάξει νότια προς το Ιράν και εν τέλει προς την Ινδία, προκειμένου να διατηρηθεί η γερμανική πρόσβαση στους πόρους της Φινλανδίας και να αφαιρεθεί η σοβιετική επιρροή στα Βαλκάνια.[2]
Ο Μολότοφ παρέμεινε ακλόνητος και προσπαθούσε να αφαιρέσει τα γερμανικά στρατεύματα από τη Φινλανδία και να αποκτήσει ένα λιμάνι στη Βαλτική. Οι υπολογισμοί της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής βασίζονταν στην ιδέα ότι ο πόλεμος θα ήταν ένας μακροχρόνιος αγώνας και έτσι οι γερμανικοί ισχυρισμοί ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα ηττηθεί γρήγορα αντιμετωπίστηκαν με σκεπτικισμό.[3] Επιπλέον, ο Στάλιν προσπάθησε να διατηρήσει την επιρροή του τόσο στη Βουλγαρία όσο και στη Γιουγκοσλαβία. Αυτοί οι παράγοντες οδήγησαν στο να παραμείνει ακλόνητη η θέση του Μολότοφ. [2]
Σύμφωνα με μελέτη του σοβιετικού ιστορικού Αλεξάντερ Νέκριχ, στις 25 Νοεμβρίου του 1940, οι Σοβιετικοί υπέβαλαν γραπτή αντιπρόταση την οποία είχε συντάξει ο Στάλιν, όπου αποδεχόταν το σύμφωνο των τεσσάρων δυνάμεων, αλλά περιλαμβάνοντας τα σοβιετικά δικαιώματα στη Βουλγαρία και μια παγκόσμια σφαίρα επιρροής, να επικεντρωθεί στη περιοχή γύρω από το Ιράκ και το Ιράν.[4][Χρειάζεται σελίδα] Η Γερμανία δεν απάντησε[5] και άφησε τις διαπραγματεύσεις άλυτες.
Σχετικά με την αντιπρόταση, ο Χίτλερ ανέφερε στους ανώτατους στρατιωτικούς του αρχηγούς πως ο Στάλιν «απαιτεί όλο και περισσότερα», «είναι ψυχρός εκβιαστής» και «μια γερμανική νίκη έχει γίνει αφόρητη για τη Ρωσία», ώστε «πρέπει να γονατίσει ως το ταχύτερο δυνατό."[6] Η Γερμανία τερμάτισε το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ τον Ιούνιο του 1941 εισβάλλοντας στη Σοβιετική Ένωση.
Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου, το 1948, ο Στάλιν δημοσίευσε το βιβλίο "Παραποιητές της Ιστορίας" στο οποίο ανέφερε πως μέσα από τις γερμανοσοβιετικές επαφές ενδόμυχα εξέταζε τον αντίπαλο του. Αυτή παρέμεινε και η επίσημη θέση της Σοβιετικής ιστοριογραφίας μέχρι την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991.