Δικέφαλος αετός
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο δικέφαλος αετός είναι σύμβολο που απαντά συχνά σε οικόσημα, εμβλήματα και σημαίες. Το σύμβολο συνδέεται με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, καθώς και τη βυζαντινή οικοσημολογία. Ο σταυρός το σπαθί και η σφαίρα στα νύχια του αετού αντιπροσωπεύουν τη διπλή εξουσία του αυτοκράτορα (κοσμική και πνευματική), και ο δικέφαλος αετός την κυριαρχία των βυζαντινών αυτοκρατόρων από την ανατολή έως τη δύση. Αποτέλεσε πιθανόν το σύμβολο της μικρασιατικής Αυτοκρατορίας της Νίκαιας καθώς εγχώριες και διεθνείς πηγές παρουσιάζουν άλλα εμβλήματα και όχι τον μαύρο δικέφαλο αετό σε κίτρινο φόντο.[1] Η Αυτοκρατορία της Νίκαιας κατόρθωσε το 1261 την επανάκτηση της Κωνσταντινούπολης, κατέλυσε τη Λατινική αυτοκρατορία και επανασύστησε τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Έτσι σήμερα αποτελεί σύμβολο Μικρασιατών, Ποντίων, Βορειοηπειρωτών, του Μακεδονικού Αγώνα, Θρακιωτών(συνοδευόμενος από την ελληνική σημαία) κ.τ.λ.
Αρκετοί ιστορικοί διατυπώνουν την άποψη ότι ο δικέφαλος αετός δεν υπήρξε επίσημο έμβλημα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με έδρα την Κωνσταντινούπολη. Το 'Βιβλίο Όλων των Βασιλείων' (1350 μ.Χ.) και Καταλανικός Άτλας (1375 μ.Χ.) εμφανίζουν ως έμβλημα της την σημαία με τα 4Β. Ο δικέφαλος αετός υπήρξε οικόσημο βυζαντινών οικογενειών και αρχόντων, έμπαινε σε άμφια, ναούς εικόνες κ.τ.λ. κυρίως σε χρυσό χρώμα με κόκκινο φόντο.
Αξιοσημείωτη είναι η σχέση της Θεσσαλονίκης με τον δικέφαλο αετό. Ο τελευταίος Δεσπότης της Ανδρόνικος Παλαιολόγος δώρισε στο Άγιο Όρος μετά την Άλωση της πόλης, το περιβόητο λάβαρό του το οποίο ήταν χρυσό σε κόκκινο φόντο.[2]
Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας είχε ως έμβλημα τον χρυσό δικέφαλο αετό σε κόκκινο φόντο ως κρατικό σύμβολο. Με την Πτώση της στις 15 Αυγούστου 1461 αποτέλεσε το τελευταίο Βυζαντινό Προπύργιο το οποίο χρησιμοποίησε ως κρατικό σύμβολο τον δικέφαλο αετό.
Επίσης, ο Αυτοκρατορικός Στόλος του Πόντου και ο Στρατός είχαν ως έμβλημα τον λευκό δικέφαλο αετό σε μαύρο φόντο.[3]
Διάφορα ανατολικο-ευρωπαϊκά έθνη το υιοθέτησαν από τους Βυζαντινούς και συνεχίζουν να το χρησιμοποιούν ως εθνικό σύμβολό τους μέχρι σήμερα, όπως η Σερβία, το Μαυροβούνιο, η Αλβανία, η Αρμενία και παλιότερα η Ρωσική Αυτοκρατορία, αλλά και η Ελλάδα.
Ειδικότερα η Αυστρία, διάφορες Γερμανικές πόλεις, και η επαρχία Μπόλτσβαλντ της Ολλανδίας χρησιμοποιούν τον δικέφαλο. Αυτοί τον κληρονόμησαν από την «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» του Καρλομάγνου κατά το 1250. Πιθανότατα μετά την άλωση του 1204 κάποιοι Ιππότες έφεραν «πίσω» στην «πραγματική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» το σύμβολο της Ανατολικής Αυτοκρατορίας δεδομένου ότι υπήρχε μεγάλη αντιζηλία μεταξύ των δύο Αυτοκρατοριών.
Στην Ελλάδα χρησιμοποιείται ως σύμβολο από την Εκκλησία της Ελλάδος[4], το Γενικό Επιτελείο Στρατού[5], τις αθλητικές ομάδες ΑΕΚ & ΠΑΟΚ καθώς και ως σύμβολο του Μικρασιατικού Ελληνισμού από πολλούς Συλλόγους και Ενώσεις Μικρασιατών. Αθλητικά εισήχθη από τα σωματεία της Θεσσαλονίκης ΒΑΕ, στο Αθλητικό Τμήμα της ΕΚΘ και την ΑΕΚΘ.
Στην Κύπρο ο δικέφαλος αετός είναι το έμβλημα της Εκκλησίας της Κύπρου και της Εθνικής Φρουράς. Τουρκία: Ο δικέφαλος κοσμούσε την στέψη του Σελτζούκου βασιλέα στην Μοσούλη ήδη από 1058 και από εκεί έγινε έμβλημα του Σουλτανάτου των Ρωμαίων. Τον δικέφαλο, δεν άργησαν να τον υιοθετήσουν και οι Τουρκομάνοι της Ανατολίας τον 13ο αιώνα. Τέλος εμφανίζεται σε μουσουλμανικά νομίσματα του Χαλίφη Νασρεντίν (Μαχμούντ μπιν Μοχάμαντ) όπου στην άλλη πλευρά βρίσκεται το «μαγκέν νταβίντ» (ή αλλιώς το άστρο του Δαυίδ). Μασονία: Η σκοτσέζικη Ελευθερο-μασονική στοά χρησιμοποιεί εδώ και χρόνια τον χρυσό δικέφαλο σε πορφυρό φόντο για να συμβολίσει την ένωση του θηλυκού και του αρσενικού ενώ εικάζεται πως έχει και αλχημιστική προέλευση. Επίσης, λιγότερο γνωστή είναι και η παρουσία του δικέφαλου αετού στον θυρεό της μεσαιωνικής Αρμενίας, όπου και έμεινε για 600 χρόνια από τον 3ο εώς τον 9ο αιώνα και καθιερώθηκε από την δυναστεία των Αρσακιδών. Τέλος από την Εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία, αφού ο δικέφαλος αετός χρησιμοποιήθηκε από την Μεραρχία SS Skanderbeg την οποίαν επάνδρωσαν Αλβανοί Εθελοντές. Σύμφωνα μάλιστα με Σέρβους ιστορικούς ήταν αυτή η μεραρχία (ή, η βοσνιακή Hadzar) που επιφορτίσθηκε την εκκαθάριση του Εβραϊκού στοιχείου της Θεσσαλονίκης.