Κολ (καλλυντικό)
αρχαίο καλλυντικό για τα μάτια, ιδιαίτερα διαδεδομένο στην Αίγυπτο / From Wikipedia, the free encyclopedia
Το κολ (αραβικά: كُحْل kuḥl) είναι αρχαίο καλλυντικό για το μακιγιάζ των ματιών. Ο παραδοσιακός τρόπος παρασκευής του ήταν το άλεσμα του ορυκτού αντιμονίτης (στιβνίτης, Sb2S3), το οποίο εξυπηρετούσε παρόμοιο σκοπό με το ξυλοκάρβουνο που έχει χρησιμοποιηθεί για την παρασκευή της μάσκαρας. Το κολ χρησιμοποιείται ευρέως στη Μεσόγειο, την Ινδική υποήπειρο και το Κέρας της Αφρικής, ως eye liner (ελληνική προφορά: άι-λάινερ). Είναι μία ρευστή χρωστική σκούρα ουσία που απλώνεται στην περιοχή των ματιών, για τον σχηματισμό του περιγράμματός τους και/ ή για να σκουραίνει (να τονίσει) τα βλέφαρα. Χρησιμοποιείται επίσης και ως μάσκαρα για τις βλεφαρίδες. Φοριέται κυρίως από τις γυναίκες, αλλά χρησιμοποιήθηκε ήδη από την αρχαιότητα και από άντρες, καθώς και για το βάψιμο των ματιών των παιδιών.
To κολ είναι παραδοσιακό καλλυντικό στην Ινδία. Επίσης, οι μητέρες έβαφαν τα μάτια των νεογέννητων με κολ. Κάποιες πίστευαν ότι αυτό θα "ωφελούσε την υγεία των παιδικών ματιών", και σε άλλες υπήρχε η πεποίθηση ότι τα βαμμένα μάτια μπορούσαν να αποτρέψουν τις κατάρες και να προστατέψουν τα μωρά από τη βασκανία.[1]