Πάρσιφαλ (όπερα)
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Πάρσιφαλ (γερμανικά: Parsifal) είναι ρομαντική όπερα τριών πράξεων του Ρίχαρντ Βάγκνερ. Βασίζεται εν μέρει στο επικό ποίημα του Βόλφραμ φον Έσενμπαχ «Πάρτσιφαλ», το οποίο γράφτηκε τον 13ο αιώνα για τον Αρθουριανό ιππότη Πέρσιβαλ και την αναζήτησή του για το Άγιο Δισκοπότηρο, καθώς και στο ποίημα του Κρετιέν ντε Τρουά «Πάρσιφαλ ή Το Έπος του Γκράαλ».
Τίτλος | Parsifal[1] |
---|---|
Γλώσσα | Γερμανικά |
Ημερομηνία δημιουργίας | 1877 |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 19ος αιώνας |
Μορφή | Musikdrama όπερα |
Βασίζεται σε | Πέρσιβαλ Perceval, the Story of the Grail |
Χαρακτήρες | Parsifal[2], Kundry[2], Gurnemanz[2], Amfortas[2], Klingsor[2], Titurel[2], Two Grail Knights[2], Four Esquires[2], Six Flowermaidens[2], d:Q54998026[2] και Knights of the Grail[2] |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα (π • σ • ε ) |
Ο Βάγκνερ συνέλαβε το έργο τον Απρίλιο του 1857 αλλά δεν το ολοκλήρωσε παρά 25 χρόνια αργότερα. Αυτή έμελλε να ήταν η τελευταία ολοκληρωμένη όπερα του Βάγκνερ και στην οποία ο συνθέτης εκμεταλλεύτηκε τα πλεονεκτήματα της ακουστικής της Όπερας του Μπαϊρόιτ. Ο Πάρσιφαλ παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο δεύτερο Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ το 1882. Το Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ διατήρησε το μονοπώλιο στις παραγωγές του Πάρσιφαλ μέχρι το 1903, όταν η όπερα παρουσιάστηκε στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης.
Ο Βάγκνερ προτιμούσε να περιγράφει τον Πάρσιφαλ όχι ως όπερα αλλά ως «φεστιβαλικό έργο για τον καθαγιασμό της σκηνής». Στο Μπαϊρόιτ έχει προκύψει μία παράδοση σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει χειροκρότημα μετά την πρώτη πράξη της όπερας.
Η γραφή του τίτλου από τον Βάγκνερ ως «Πάρσιφαλ» (Parsifal) αντί για «Πάρτσιφαλ» (Parzival), τίτλος που χρησιμοποιούσε μέχρι το 1877, οφείλεται σε μία εσφαλμένη ετυμολογία του ονόματος Πέρσιβαλ (Percival), κατά την οποία υποτίθεται ότι το όνομα είχε αραβική προέλευση συνδυάζοντας δύο λέξεις: το "φαλ" (Fal) που σημαίνει "αγνός" και το "παρσί" (Parsi) που σημαίνει «αγαθός». Η εκδοχή αυτή του ονόματος ταίριαζε και στην πλοκή της όπερας, αφού ο Πάρσιφαλ ήταν «αγνός» και «αγαθός».