Ψηφιακή εγκληματολογία
κλάδος της επιστήμης της εγκληματολογίας / From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Ψηφιακή Εγκληµατολογία (Αγγλ.: Digital Forensics) ή αλλιώς Ηλεκτρονική Εγκληματολογία (αναφερόμενη και ως ψηφιακή εγκληματολογική επιστήμη) είναι κλάδος της Εγκληματολογικής Επιστήμης και περιλαμβάνει την ανάκτηση και διερεύνηση ψηφιακού υλικού, το οποίο εντοπίζεται σε ψηφιακές συσκευές συνήθως εμπλεκόμενες σε ηλεκτρονικά εγκλήματα[1][2], και την κατάρτιση και υποβολή σχετικών εκθέσεων με νομικά αποδεκτό τρόπο. Ο όρος Ψηφιακή Εγκληματολογία αρχικά αναπτύχθηκε ως συνώνυμο της Εγκληματολογίας Υπολογιστών και στη συνέχεια επεκτάθηκε για να καλύψει και τη διερεύνηση ψηφιακού υλικού, το οποίο εντοπίζεται και σε άλλες συσκευές αποθήκευσης ψηφιακών δεδομένων[1]. Με ρίζες στην επανάσταση των προσωπικών υπολογιστών στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο κλάδος εξελίχθηκε με τυχαίο τρόπο στη δεκαετία του 1990, και μόνο στις αρχές του 21ου αιώνα άρχισαν να εμφανίζονται σχετικές εθνικές πολιτικές.
Η έρευνα της Ψηφιακής Εγκληματολογίας χωρίζεται σε διάφορους κλάδους, ανάλογα με τον τύπο των συσκευών, των μέσων ή των αντικειμένων:
- Η Εγκληματολογία Υπολογιστών
- Η Εγκληματολογία Κινητών Συσκευών
- Η Εγκληματολογία Δικτύων
- Η Εγκληματολογία Ανάλυσης Δεδομένων
- Η Εγκληματολογία Βάσεων Δεδομένων
Οι έρευνες ψηφιακής εγκληματολογίας εφαρμόζονται σε ποικίλες περιπτώσεις. Η πιο συνηθισμένη από αυτές είναι να υποστηριχθούν ή να αντικρουσθούν ισχυρισμοί νομικών υποθέσεων ενώπιον ποινικών ή πολιτικών δικαστηρίων. Οι ποινικές υποθέσεις περιλαμβάνουν την υποτιθέμενη παραβίαση νόμων, οι οποίοι ορίζονται από τη νομοθεσία, επιβάλλονται από την αστυνομία και διώκονται από το κράτος, όπως δολοφονία, κλοπή και επίθεση εναντίον προσώπων. Οι αστικές υποθέσεις, από την άλλη πλευρά, ασχολούνται με την προστασία των δικαιωμάτων και της περιουσίας των ατόμων (που συχνά συνδέονται με οικογενειακές διαφορές), αλλά μπορεί επίσης να αφορούν συμβατικές διαφορές μεταξύ εμπορικών οντοτήτων, όπου μπορεί να εμπλέκεται μια μορφή ψηφιακής εγκληματολογίας, η οποία αναφέρεται ως electronic discovery (ηλεκτρονική ανακάλυψη) ή ediscovery. Στον ιδιωτικό τομέα εφαρμόζονται κατά τη διάρκεια εσωτερικών ελέγχων σε εταιρείες, καθώς και σε έρευνες για τον εντοπισμό, και την ανίχνευση της φύσης και της έκτασης μιας μη εξουσιοδοτημένης διείσδυσης δικτύων.
Για να εξυπηρετηθούν τέτοιες περιπτώσεις χρησιμοποιούνται μεθοδολογίες, οι οποίες ακολουθούν τις αρχές της Επιστήμης της Εγκληματολογίας, οπότε και πραγματοποιείται αναγνώριση, συλλογή, διατήρηση και ανάλυση των ψηφιακών δεδομένων (πειστηρίων) με ταυτόχρονη διατήρηση της ακεραιότητάς τους, και η παραγωγή μιας ενδελεχούς έκθεσης αυτών των συλλεχθέντων πειστηρίων.
Παράλληλα με τον εντοπισμό άμεσων αποδεικτικών στοιχείων διάπραξης ενός εγκλήματος, η ψηφιακή εγκληματολογία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να καταλογίσει πειστήρια σε συγκεκριμένους υπόπτους, να επιβεβαιώσει άλλοθι ή δηλώσεις υπόπτων, να προσδιορίσει την πρόθεση, να προσδιορίσει πηγές (για παράδειγμα σε περιπτώσεις πνευματικών δικαιωμάτων) ή να πιστοποιήσει ψηφιακά έγγραφα.[3] Οι έρευνες είναι πολύ ευρύτερες σε σχέση με άλλους τομείς της εγκληματολογικής ανάλυσης (όπου ο συνήθης στόχος είναι να απαντηθεί μια σειρά απλούστερων ερωτήσεων) και συχνά περιλαμβάνονται σύνθετα χρονοδιαγράμματα ή ισχυρισμούς.[4]